-
1 μηκιστον
дор. μάκιστον (τό) adv.1) надолгоμ. ἀάσθης HH. — ты натворила беду надолго, т.е. причинила непоправимое несчастье
2) самое большое, максимум(μέ πλείω βιῶναι τὸ μ. ἐτῶν ἑκατόν Luc.)
ἐπὴ μ. Luc. — больше всего;τὸ μ. αἰῶνος Xen. — глубокая старость3) дальше всего, как можно дальше(τοὺς ἐχθροὺς ἀπελαύνειν Xen.)
ὅτι δύνᾳ μ. Soph. — так, как только можешь -
2 μήκιστος
μήκιστος, superl. zu μακρός, von μῆκος abgeleitet, der längste, schlankste; τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα, Il. 7, 155; Od. 11, 309; τί νύ μοι μήκιστα γένηται, was soll aufs längste, endlich aus mir werden, Od. 5, 299; sp. D.; auch in Prosa, wie Xen. Cyr. 4, 5, 28; Luc. de salt. 76; τὸ μήκιστον, längstens, Hermot. 50; τὸ μήκιστον αἰῶνος, das höchste Alter, Xen. Ag. 10, 4.
-
3 μήκιστος
μήκιστος, der längste, schlankste; τί νύ μοι μήκιστα γένηται, was soll aufs längste, endlich aus mir werden; τὸ μήκιστον, längstens; τὸ μήκιστον αἰῶνος, das höchste Alter -
4 μήκιστος
μήκιστος, η, ον, [dialect] Dor. [full] μάκιστος [pron. full] [ᾱ], the only form used by Trag.: irreg. [comp] Sup. of μακρός (formed from μῆκος, as αἴσχιστος from αἶσχος),2 greatest,μάκιστον σέλας A.Fr.281.1
;μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων S.OT 1301
(anap.);τὰ μάκιστ' ἐμῶν κακῶν E.Hipp. 818
(lyr.);τὸ μήκιστον τεράων A.R.4.1364
.3 longest, in point of Time,ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος X.Ages.10.4
: neut. μήκιστον as Adv., for a very long time or in the highest degree, h.Cer.258 (s.v.l.); ὅτι δύνᾳ μάκιστον.. ἐξιδοῦ see to it as far as possible, S.Ph. 851 (lyr.); [full] τί νύ μοι μήκιστα γένηται; what is to become of me at last? Od.5.299, 465; τὸ μ. at longest, Luc.Herm.50; ἐπὶ μ. for the longest time, Id.Demon.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μήκιστος
См. также в других словарях:
μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek